Laura Battiferri (1523– 3 Nov.1589), was an Italian poetess of the Renaissance. She was born in Urbino, Italy, the illegitimate daughter of wealthy clergyman and nobleman Giovanni Antonio Battiferri and his partner Maddalena Coccapani of Carpi. He died in 1589 while writing the work Rime, which was never published. She married the sculptor Bartolomeo Ammannati in 1550 and remained together until her death.
Her father arranged her education, resulting in her familiarity with Latin and classics, as well as her thorough study of the Bible. Giovanni eventually recognized his daughter, as well as two other non-legal children who were legalized by Pope Paul III on February 9, 1543, when he became her legal heir. Her education in literature, philosophy and religious subjects was renowned.
Ελληνική εκδοχή
Η Laura Battiferri (1523– 3 Nov.1589), ήταν Ιταλίδα ποιήτρια της Αναγέννησης. Γεννήθηκε στο Urbino της Ιταλίας, ως μη νόμιμη κόρη του πλούσιου κληρικού και ευγενούς Giovanni Antonio Battiferri και της συντρόφου του Maddalena Coccapani από το Carpi. Πέθανε το 1589 ενώ συνέτασσε το έργο της Rime, που δεν εκδόθηκε ποτέ. Παντρεύτηκε τον γλύπτη Bartolomeo Ammannati το 1550 και παρέμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό της.
Ο πατέρας της κανόνισε την εκπαίδευσή της, με αποτέλεσμα την οικειότητά της στα Λατινικά και τους κλασικούς, καθώς και την ενδελεχή μελέτη της Γραφής. Ο Giovanni αναγνώρισε τελικά την κόρη του, καθώς και δυο άλλα μη μόνιμα παιδιά του που νομιμοποιήθηκαν από τον Πάπα Παύλο Γ’ την 9η Φεβρουαρίου 9, 1543 οπότε και έγινε η νόμιμη κληρονόμος του. Η μόρφωσή της στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τα θρησκευτικά θέματα ήταν ονομαστή.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Laura εκτιμάτο ιδιαίτερα για το ταλέντο της και τον χαρακτήρα της από τους ομότιμους άνδρες και την είχαν αγκαλιάσει οι διάφορες λογοτεχνικές κοινότητες. Μέχρι το 1560, η είχε μαζέψει περί τα 200 ποιήματα και εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο ποίησης, The First Book of Tuscan Works, αφιερωμένο στη δούκισσα των Μεδίκων, Eleonora de Toledo. Το βιβλίο ήταν μια ανθολογία Πετραρχικών σονέτων. Επαινέθηκε από ποιητές από όλη την Ιταλία και της ζητήθηκε η συμμετοχή της σε διάφορες Ιταλικές ακαδημίες, μια ιδιαίτερη τιμή για μια γυναίκα την εποχή εκείνη. Το 1560, εισήλθε στην πιο σεβαστή όλων των ακαδημιών, την ‘Intronati’, και αποτελεί την πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή σε μια Ιταλική ακαδημία. Κάθε μέλος των Intronati είχε υιοθετήσει ένα χιουμοριστικό ψευδώνυμο, κι εκείνη το la Sgraziata δηλ η Άχαρη. Εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο της The Seven Penitential Psalms… with some Spiritual Sonnets το 1564 και το αφιέρωσε στην δούκισσα του Urbino. Σε αυτό αποδεικνύεται ως μια πετυχημένη βιβλική μεταφράστρια και εξηγήτρια, ρόλοι μέχρι τότε καθαροί αντρικοί. Η εισαγωγική της επιστολή στην δούκισσα σηματοδοτεί το βήμα της από την κοσμική στην ιερή λογοτεχνία. Μέχρι το 1565, είχε φτάσει στην κορύφωση της φήμης της.
Στην ύστερη ζωή της η αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή διαλογιζόμενη, προσευχόμενη και συνθέτοντας μη εκδομένη πνευματική ποίηση στο ιδιωτικό της παρεκκλήσι που είχε χτίσει γι’ αυτήν ο Bartolomeo στην έπαυλή τους στην Camerata. Κατά τη διάρκεια της σύνταξης της τρίτης και τελευταίας ποιητικής της ανθολογίας, τις Rime, η Laura πέθανε την 3η Νοεμβρίου του 1589. Ο άνδρας της προσπάθησε να την ολοκληρώσει αλλά πέθανε και αυτός πριν το καταφέρει. Τάφηκαν μαζί στην Εκκλησία του San Giovannino. Τουλάχιστον το ένα τρίτο του όλου γραπτού της έργου δεν εκδόθηκε ποτέ. Η τελευταία της παραγωγή – εκατοντάδες πνευματικών σονέτων, βιβλικών αφηγηματικών ποιημάτων και το ημιτελές της έπος πάνω στους Εβραίους βασιλείς - δόθηκε στην Biblioteca Casanatense στη Ρώμη και σχεδόν τίποτε από αυτά δεν βγήκε στο φως.
ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΛΑΟΝΤΟΜΙΑ ΡΟΥΤΣΕΛΑΪ (Laura Battifferri, μτφρ. Άννα Γρίβα)
Άξια εσύ για έπαινο και υψηλές τιμές,
παρθένα αγνή και όμορφη, που σήμερα αυξάνεις
τον ιερό, τον άγιο αριθμό των θυγατέρων του Διός,
καθώς αυτός μέσα από σένα ζωή και εξουσία αποκτά
τώρα η φωνή σου καθόλου δεν στερείται την τιμή:
πες μου ξανά λοιπόν, στην αδαή εμένα,
με λόγο αρχαίο και με τραγούδι ολοκαίνουριο,
όσα ο Φοίβος στο σχολείο του σε διδάσκει.
Εκείνα τα άνθη, εκείνους τους αιώνιους καρπούς,
τώρα στον Παρνασσό και στον Ευρώτα συγκεντρώνεις
και τόσο γλυκά σε μένα τα χαρίζεις.
Τις άλλες Μούσες πια δεν λαχταρώ, και ας μου προσφέρουν τη συγχώρεση
όσες τιμούνται και δοξάζονται στην Πίνδο:
αυτό το χέρι, ετούτη τη γραφή ποθώ επάνω μου να έχει εξουσία.