Duns Scotus (1266 - 8 Noe 1308) was a Scottish philosopher and theologian, a Franciscan monk, and a university professor. Considered one of the three most important philosophers of the Late Middle Ages, along with Thomas Aquinas and William of Ockham.
Scotus had a particular influence on both religious and secular thought. The opinions for which he is mainly known are the univocity of being , that is, the fact that existence is the most abstract idea and applies to everything that exists, formal distinction , that is, a way of distinguishing between different aspects of the same thing and the idea of haecceity a property that is supposed to exist in every individual thing that makes it individual.
Ελληνική εκδοχή
Ο Duns Scotus (1266 – 8 Noe 1308) ήταν Σκωτσέζος φιλόσοφος και θεολόγος, Φραγκισκανός μοναχός και καθηγητής πανεπιστημίου. Θεωρείται ο ένας από τους τρεις σημαντικότερους φιλοσόφους του Ύστερου Μεσαίωνα, μαζί με τον Θωμά Ακινάτη και τον William of Ockham.
Ο Scotus είχε ιδιαίτερη επίδραση τόσο στην θρησκευτική όσο και στην κοσμική σκέψη. Οι θέσεις για τις οποίες είναι κυρίως γνωστός είναι η μοναδικότητα του υπαρχειν (univocity of being) δηλαδή το γεγονός ότι το υπάρχειν είναι η πιο αφηρημένη ιδέα και εφαρμόζεται σε κάθε τι που υπάρχει, η τυπική διάκριση (formal distinction) ένας τρόπος διάκρισης μεταξύ διαφορετικών πλευρών του ίδιου πράγματος και η ιδέα του haecceity μια ιδιότητα που υποτίθεται ότι υπάρχει σε κάθε ατομικό (individual) πράγμα και που το κάνει να είναι ατομικό. Ο Scotus ανέπτυξε επίσης ένα πολύπλοκο επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού, και ένα επίσης για την Άμωμη Σύλληψη της Μαρίας.
Η haecceity είναι η αυτότητα (thisness) ενός συγκεκριμένου προσώπου ή αντικειμένου, η διαφορά ατομικοποίησης (individualising difference) μεταξύ της ιδέας ‘άνθρωπος’ και της ιδέας ‘Σωκράτης’. Η haecceity είναι μια λατινική απόδοση του ισοδύναμου όρου στα ελληνικά του Αριστοτέλη: τὸ τί ἐστι. Ο Duns Scotus κάνει την ακόλουθη διάκριση: «Επειδή υπάρχει μεταξύ των όντων κάτι μη διαιρέσιμο σε υποκείμενα μέρη – δηλαδή, τέτοιο που είναι τυπικά ασύμβατο γι' αυτό να διαιρεθεί σε ένα αριθμό μερών καθένα από τα οποία να είναι και πάλι αυτό - το ερώτημα δεν είναι τι είναι αυτό εξ αιτίας του οποίου μια τέτοια διαίρεση είναι τυπικά ασύμβατη με αυτό (καθώς είναι τυπικά ασύμβατη λόγω της ασυμβατότητας), αλλά μάλλον τι είναι αυτό εξ αιτίας του οποίου, όπως από μια εσωτερική θεμελίωση, αυτή η ασυμβατότητα είναι μέσα σε αυτό. Συνεπώς, το νόημα των ερωτημάτων πάνω σε αυτό το θέμα [δηλ. της ατομικότητας] είναι: Τι είναι αυτό μέσα στην πέτρα, για παράδειγμα, εξ αιτίας του οποίου θεμελιακά είναι απολύτως ασύμβατο με την πέτρα να διαιρεθεί σε ένα αριθμό τμημάτων καθένα από τα οποία είναι αυτή η πέτρα, τον τύπο δηλαδή διαίρεσης που είναι κατάλληλος σε ένα καθολικό όλο διαιρούμενο στα υποκείμενα μέρη του; » Duns Scotus, Ordinatio II, d. 3, p. 1. q. 2, n. 48].
Υποστήριζε μια πρωταρχική αρχή ατομικότητας (principle of individuation) (cf. Ordinatio 2, d. 3, pars 1, qq. 1–6), την haecceity ως την έσχατη ενότητα ενός μοναδικού ατόμου (haecceitas, η αυτότητα μιας οντότητας), σε αντίθεση με την κοινή φύση (natura communis) χαρακτηριστικό που υπάρχει σε ένα πλήθος ατόμων. Για τον Scotus, το αξίωμα που ορίζει ότι το μόνο το άτομο υπάρχει είναι μια κυρίαρχη αρχή για την κατανόηση της πραγματικότητας. Για την αντίληψη των ατόμων, απαιτείται μια διαισθητική γνώση, που μας πληροφορεί για την παρούσα ύπαρξη η ανυπαρξία ενός ατόμου, σε αντίθεση με την αφηρημένη γνώση. Ο Peirce συνδέει την haecceity (thisness) του Scotus με την δική του κατηγορία της secondness. Όπως λέει ο Scotus «τίποτε δεν είναι αυτό όντας εν εαυτώ». Είναι έτσι μόνο σε σχέση με κάτι άλλο.
Σχετικά με την Αριστοτελική ύλη και μορφή ο Scotus κάνει τις εξής λεπτές επισημάνσεις: 1) ότι υπάρχει ύλη που δεν έχει οποιαδήποτε μορφή, η πρωτο-ύλη (prime matter), ως το υλικό που υπόκειται σε όλες τις αλλαγές, σε αντίθεση με τις θέσεις του Ακινάτη (παράβαλε το έργο του Quaestiones in Metaphysicam 7, q. 5) ότι δεν συντίθενται όλες οι δημιουργημένες υποστάσεις από μορφή και ύλη (cf. Lectura 2, d. 12, q. un., n. 55), δηλαδή, ότι καθαρές πνευματικές υποστάσεις υπάρχουν και 3) ότι μία και η αυτή υπόσταση μπορεί να έχει περισσότερες από μία ουσιαστικές μορφές - για παράδειγμα οι άνθρωποι έχουν τουλάχιστον δυο ουσιαστικές μορφές, την ψυχή και την μορφή του σώματος (forma corporeitas) (cf. Ordinatio 4, d. 11, q. 3, n. 54).
Ο Scotus γενικά θεωρείται ρεαλιστής (σε αντίθεση με τους νομιναλιστές) καθώς αντιμετωπίζει τα καθολικά (universals/ καθολικές έννοιες) ως πραγματικά. Η θέση του αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τον καθαρό νομιναλισμό και εννοιολογισμό (conceptualism) του μεταγενέστερου William of Ockham, αλλά και των πιο πρώιμων θέσεων του Αβελάρδου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα καθολικά υπάρχουν μόνο στον νου και δεν έχουν καμία εξωτερική ή ουσιαστική πραγματικότητα.
Ακολούθησε τον Αριστοτέλη στην διαβεβαίωσή του ότι το ζήτημα της μεταφυσικής είναι το ον ως ον (ens inquantum ens). Το ον γενικά (ens in communi), ως μονοσήμαντη έννοια, ήταν γι’ αυτόν το πρώτο αντικείμενο του νου. Η θέση του μονοσήμαντου (univocity) του όντος συνεπάγεται την άρνηση κάθε πραγματικής διάκρισης μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Ο Ακινάτης είχε ισχυριστεί ότι σε όλα τα πεπερασμένα όντα (δηλαδή όλα εκτός του θεού) η ουσία ενός πράγματος διακρίνεται από την ύπαρξή του. Ο Scotus απέρριπτε αυτή τη διάκριση. Υποστήριζε ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε τι είναι ότι κάτι χωρίς να το συλλάβουμε ως υπάρχον. Δεν πρέπει να κάνουμε καμία διάκριση μεταξύ του αν υπάρχει ένα πράγμα (si est) και του τι είναι αυτό (quid est), γιατί ποτέ δεν γνωρίζουμε αν κάτι υπάρχει, παρά μόνο αν έχουμε κάποια ιδέα του τι είναι αυτό που γνωρίζουμε ότι υπάρχει.
Όπως και άλλοι ρεαλιστές φιλόσοφοι της περιόδου (όπως ο Ακινάτης και ο Henry of Ghent) ο Scotus αναγνώριζε την ανάγκη για μια ενδιάμεση διάκριση που δεν ήταν απλά νοητή αλλά ούτε απόλυτα πραγματική ή εξαρτώμενη από τον νου. Ο Scotus υποστήριζε μια τυπική διάκριση (distinctio formalis a parte rei), που ισχύει μεταξύ οντοτήτων οι οποίες είναι στην πραγματικότητα αδιαχώριστες και αδιάκριτες, των οποίων όμως οι ορισμοί δεν είναι ίδιοι. Για παράδειγμα, η διάκριση μεταξύ της haecceity (thisness) ενός πράγματος είναι ένα ενδιάμεσο μεταξύ μιας πραγματικής και μιας νοητής διάκρισης. Υπάρχει επίσης μια τυπική διάκριση μεταξύ των θείων ιδιοτήτων και των δυνάμεων της ψυχής.
Ο Scotus ήταν Αυγουστινιανός θεολόγος. Συνδέεται συχνά με τη θεολογική βουλησιαρχία, την τάση να δίνεται έμφαση στην θέληση του θεού και την ανθρώπινη ελευθερία σε όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα. Η κύρια διαφορά μεταξύ της ορθολογικής θεολογίας του Ακινάτη και αυτήν του Scotus είναι ότι ο Scotus πίστευε ότι κάποια κατηγορήματα μπορούν να εφαρμοστούν μονοσήμαντα στον θεό και στα δημιουργήματα, ενώ ο Ακινάτης επέμενε ότι εαυτό είναι αδύνατο και ότι μόνο αναλογική κατηγόρηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπου μια λέξη εφαρμοζόμενη στον θεό έχει διαφορετικό νόημα (αν και σχετικό) με την ίδια λέξη εφαρμοζόμενη στα δημιουργήματα. Ο Duns αγωνίστηκε σε όλα του τα έργα να αποδείξει τη θεωρία του μονοσήμαντου (univocity) ενάντια στην αρχή αναλογίας του Ακινάτη.