Nicolaus Cusanus - Nicholas of Cusa (1401 - 11 Aug 1464) is a German philosopher, theologian, mathematician and astronomer, the link between Medieval philosophy and Renaissance thought, the real introducer of the open universe, before Giordano Bruno. He is also the theorist of docta ignoratia (learned ignorance) and of the principle of coincidentia oppositorum (coincidence of the opposites). The conception of the coincidence of opposites is the ancient Greek conception that originates from Heraclitus, the Pythagoreans, Platonic Parmenides with the perception of one and many, and Platonic Philebus with the basic opposition of finite and infinity.
In his ideas one can see all the coming Renaissance and the Galilean conception of the new science, which deals with the interpretation of the world, leaving the inaccessible god to religion and metaphysics.
Cusanus was one of the first German introducers of Renaissance Humanism. Nonetheless, he was not an isolated hermit but rather an active player in the confrontation between Papal Rome and the Germanic states of the Holy Roman Empire, as well as concerning the issue of reunification of the Churches, in the face of the coming Ottoman Empire.
As for astronomy, he thought that the Earth is a star like the other; it is not in the center of the universe; it is not at rest (though its motion is not clearly described) and its poles are not fixed. The celestial bodies are not strictly spherical (how much Galileo fought for this truth), nor are their orbits strictly circular (perhaps this view did not go unnoticed by Kepler). If Copernicus were aware of his views, he would probably have been encouraged for an earlier publication of his monumental work, which presents the solar system. Like Nicole Oresme, Cusanus wrote about the possibility of multiple worlds.
Ελληνική εκδοχή
O Νικόλαος Κουζανός (Nicolaus Cusanus - Nicholas of Cusa) (1401 - 11 Αυγ. 1464) είναι Γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος, μαθηματικός και αστρονόμος, ο συνδετικός κρίκος Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και Αναγεννησιακής σκέψης, ο πραγματικός εισηγητής του ανοικτού σύμπαντος πριν και από τον Giordano Bruno, ο θεωρητικός της docta ignoratia (εγνωσμένης άγνοιας) και της αρχής του coincidentia oppositorum (σύμπτωσης των αντιθέτων). Αυτή η αντίληψη της σύμπτωσης των αντιθέτων είναι η αρχαιοελληνική αντίληψη που ξεκινά από τον Ηράκλειτο, τους Πυθαγόρειους, τον Πλατωνικό Παρμενίδη με την αντίληψη του ενός και των πολλών και τον Πλατωνικό Φίληβο με την βασική αντίθεση πέρατος και απείρου.
«Από τις αντιθέσεις που έχουν συνενωθεί στον θεό πιο σημαντικές εμφανίζονται αυτές που σχετίζονται με τον θεό και τον κόσμο, δηλαδή οι αντιθέσεις απείρου και πεπερασμένου, ενότητας και πολλαπλότητας. Επομένως το άπειρο είναι συνάμα και πεπερασμένο. Ο υπονοούμενος θεός (deus implicitus) είναι και εκφρασμένος θεός (deus explicitus), αυτός που έχει διαχυθεί στην πολλαπλότητα. Θεός είναι το μέγιστο και συνάμα το ελάχιστο. Η παραγωγή του κόσμου από τον θεό είναι ακατάληπτη και δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο άπειρο μέσα από τη γνώση του πεπερασμένου. Το ατομικό και εμπειρικό γίνεται γνωστό εμπειρικά, οι αναλογίες και οι αντιθέσεις που υπάρχουν σε αυτό γίνονται αντιληπτές και διακρίνονται με τη διάνοια. Αντίθετα η εποπτεία της άπειρης ενότητας βρίσκεται πιο πάνω από αυτές τις αντιθέσεις, καθώς τις κλείνει μέσα στον εαυτό της, και είναι δυνατή μόνο αν εγκαταλειφθεί όλη αυτή η πεπερασμένη γνώση, μόνο αν συντελεσθεί η μυστική έξαρση της docta ignorantia». (Windelband, Heimsoeth, Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας).
Σε αυτές τις ιδέες θεωρώ ότι μπορεί κάποιος να δει όλη την επερχόμενη Αναγέννηση και την Γαλιλαϊκή αντίληψη της νέας επιστήμης, η οποία ασχολείται με την ερμηνεία του κόσμου, αφήνοντας στη θρησκεία και τη μεταφυσική τα του μη προσεγγίσιμου θεού.
Τα έργα του Nicolaus Cusanus ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος άγνωστα μέχρι τον 19ο αιώνα, παρότι τον ανέφερε ο συνεχιστής του Giordano Bruno. Πολλοί στοχαστές, όπως ο Gottfried Leibniz, θεωρείται ότι έχουν επηρεαστεί βαθιά από τις ιδέες του.
Ο Cusanus ήταν από τους πρώτους Γερμανούς εισηγητές του Αναγεννησιακού Ουμανισμού. Ενώ τα έργα του αποπνέουν απροσμέτρητο βάθος δεν ήταν κάποιος απομονωμένος ερημίτης αλλά αντίθετα ήταν ενεργός παράγων στην αντιπαράθεση μεταξύ της Παπικής Ρώμης και των Γερμανικών κρατών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως επίσης και στο ζήτημα της επανένωσης των Εκκλησιών, μπροστά στον επερχόμενο Οθωμανικό κίνδυνο εξ Ανατολών.
Ο Cusanus όμως ήταν και μαθηματικός. Οι περισσότερες από τις μαθηματικές ιδέες του μπορούν να βρεθούν στα έργα του: De Docta Ignorantia (Περί της Εγνωσμένης Άγνοιας), De Visione Dei (Περί της θέασης του θεού) και Περί των Εικασιών. Έγραψε επίσης περί του τετραγωνισμού του κύκλου.
Όσον αφορά την αστρονομία θεωρούσε ότι η Γη είναι ένα αστέρι όπως όλα, δεν είναι στο κέντρο του σύμπαντος, δεν είναι σε ηρεμία (αν και η κίνησή της δεν περιγράφεται με καθαρό τρόπο) και οι πόλοι της δεν είναι σταθεροί. Τα ουράνια σώματα δεν είναι αυστηρά σφαιρικά (πόσο αγωνίστηκε γι’ αυτή την αλήθεια ο Γαλιλαίος), ούτε οι τροχιές τους αυστηρά κυκλικές (μάλλον η άποψη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Kepler). Αν ο Κοπέρνικος γνώριζε τις απόψεις του, μάλλον θα είχε ενθαρρυνθεί για ενωρίτερη έκδοση του μνημειώδους έργου του, όπου παρουσιάζει το ηλιοκεντρικό σύστημα. Επίσης, σαν τον Nicole Oresme, ο Cusanus έγραψε για την πιθανότητα των πολλαπλών κόσμων.
Όσον αφορά τις πολιτικές του ιδέες, ο Cusanus σηεμίωνε ότι η κυβέρνηση θεμελιωνόταν πάνω στη συγκατάθεση των κυβερνωμένων. Συνεπώς, εφόσον εκ φύσεως όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι, κάθε εξουσία μέσω της οποίας τα υποκείμενα εμποδίζονται να κάνουν το κακό και εξαιτίας της οποίας η ελευθερία τους είναι περιορισμένη ώστε να κάνουν το καλό από τον φόβο των ποινών, αυτή η εξουσία πηγάζει απλά από την αρμονία και τη συγκατάθεση των υποκειμένων, είτε η εξουσία εδράζεται στον γραπτό νόμο είτε στον ζωντανό νόμο που στην πραγματικότητα κυβερνά. Διότι αν εκ φύσεως όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου ισχυροί και εξίσου ελεύθεροι, η πραγματική και εγκατεστημένη δύναμη του ενός πάνω στους άλλους, τότε ο κυβερνήτης παρότι έχει φυσική δύναμη, μπορεί να εδραιωθεί ως κυβερνήτης μέσω της επιλογής και της συγκατάθεσης των άλλων, όπως άλλωστε και ο νόμος εδραιώνεται μέσω συγκατάθεσης. Είναι αξιοθαύμαστη η σύγχρονη πολιτική του οπτική, που θα την ξανασυναντήσουμε στον Hobbes, που δεν βλέπει τους κυβερνήτες ως διαφορετικής φύσεως όντα αλλά ως απλά όντα που τίθενται ως κυβερνήτες μέσω της συγκατάθεσης των κυβερνωμένων.
Γνώρισε στην Πάντοβα τους μετέπειτα καρδινάλιους Julian Cesarini και Domenico Capranica και έγινε φίλος με τον μαθηματικό Paolo dal Pozzo Toscanelli. Το 1427 εστάλη στη Ρώμη ως επισκοπικός εκπρόσωπος. Το επόμενο έτος ταξίδεψε στο Παρίσι για να μελετήσει τα γραπτά του Ramon Lull. Ακριβώς τότε απέρριψε πρόσκληση στο νέο-ιδρυθέν Πανεπιστήμιο του Leuven. Απέκτησε μεγάλη γνώση στην έρευνα των αρχαίων και μεσαιωνικών χειρογράφων όπως επίσης στην κριτική των κειμένων και την έρευνα των πρωτογενών πηγών. Το 1433 προσδιόρισε την περίφημη Δωρεά του Κωνσταντίνου (όπου υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος όρισε την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας στη Ρώμη) ως ψευδή, επιβεβαιωθείσα από τον Lorenzo Valla μετά από λίγα χρόνια, και αποκάλυψε επίσης την πλαστότητα των Pseudo-Isidorian Decretals. Έγινε φίλος με τον Αυστριακό αστρονόμο Georg von Peuerbach και υποστήριξε την αναμόρφωση του Ιουλιανού ημερολογίου και του υπολογισμού του Πάσχα (Easter computes), τα οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκαν παρά μόνο με την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1582.
Συμφιλιωτικός ο Cusanus πλησίασε τον πανεπιστημιακό του φίλο Καρδινάλιο Julian Cesarini, που είχε προσπαθήσει να συμφιλιώσει τον πάπα και το συμβούλιο, συνδυάζοντας αναμόρφωση και εκκλησιαστική τάξη. Ο Cusanus υποστήριξε την μεταφορά του συμβουλίου στην Ιταλία για συνάντηση με τους Έλληνες που ζητούσαν βοήθεια εναντίον των Οθωμανών. Μεσολάβησε στη διαμάχη με τους Ουσίτες. Μεταξύ του θέρους του 1437 και την αρχή του 1438 ήταν μέλος της επιτροπής που εστάλη στην Κων/πολη για την παπική έγκριση της επαναφοράς του Βυζαντινού αυτοκράτορα και των αντιπροσώπων του στην οργανωμένη από τον Πάπα Σύνοδο της Φλωρεντίας του 1439, που αποσκοπούσε στην ένωση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς η επιτευχθείσα ένωση κράτησε πολύ λίγο. Ο Cusanus αποκαλύπτει σε μια επιστολή αφιέρωσης ότι το έργο του De Docta Ignorantia τo έγραψε μετά από μια εμπειρία φώτισης στο πλοίο της επιστροφής από την Κων/πολη.
Μετά από την επιτυχή του καριέρα ως παπικός αντιπρόσωπος, έγινε καρδινάλιος από τον Πάπα Νικόλαο Ε’ το 1448 ή το 1449. Το 1450 ονομάστηκε Επίσκοπος του Brixen, στο Τυρόλο, ορίστηκε ως παπικός λεγάτος στις Γερμανικές χώρες διαδίδοντας το μήνυμα της αναμόρφωσης. Αυτός ο τελευταίος ρόλος του τον έκανε να ταξιδέψει μεταξύ 1450–1452, περί τα 3000 μίλια, κηρύσσοντας και διδάσκοντας. Οι τοπικές του σύνοδοι όρισαν διάφορες μεταρρυθμίσεις, πολλές όμως από τις οποίες δεν έγιναν δεκτές ούτε από τον Πάπα Νικόλαο ούτε από τους τοπικούς άρχοντες, όπως συνέβη με τον Δούκα Σιγισμούνδο της Αυστρίας, ο οποίος μάλιστα τον φυλάκισε το 1460. Τότε ο Πάπας Πίος Β’ αφόρισε τον Σιγισμούνδο και έθεσε απαγόρευση στις περιοχές του. Μετά ο Cusanus επέστρεψε στη Ρώμη, χωρίς όμως να αναλάβει ξανά επισκοπή.
Σύντομα μετά την πτώση της Κων/πολης το 1453, ο Cusanus έγραψε το De pace fidei (Περί της Ειρήνης της Πίστης). Αυτό το οραματικό έργο μιλά για μια συνάντηση κορυφής στον Ουρανό όπου βρίσκονται οι απεσταλμένοι όλων των εθνών και των θρησκειών, ακόμη και οι Ισλαμιστές και οι Ουσίτες. Η σύνοδος καταλήγει ότι μπορεί να υπάρχει una religio in varietate rituum (μια θρησκεία εκδηλωμένη με διαφορετικά τυπικά), όπως για παράδειγμα τα διαφορετικά τυπικά της ανατολικής και της δυτικής Εκκλησίας.