Robert Grosseteste (lat: Robertus Grosseteste c. 1175 - 9 October 1253) was an English scholastic philosopher, theologian, scientist, and bishop of Lincoln. A. C. Crombie calls him 'the true founder of scientific thought in medieval Oxford and in some ways contemporary English intellectual tradition'.
Grosseteste has played a central role in the development of the scientific method. It is he who introduced to the West the concept of controlled experiment, which was associated with the proof science, as one of the many ways of attaining knowledge. Although Grosseteste did not always follow his own directions in his research, his work is considered critical in the history of Western scientific tradition.
Grosseteste was the first of the Scholastics to understand the Aristotelian view of the dual path of scientific reasoning: generalizing from special observations to universal laws and returning again from universal laws to the prediction of specific facts. Grosseteste called this double process 'resolution and composition'. Grosseteste further said that both paths must be confirmed by their specific components through experimentation.
Ελληνική εκδοχή
Ο Robert Grosseteste (λατ: Robertus Grosseteste c. 1175 – 9 Οκτωβρίου 1253) ήταν Άγγλος σχολαστικός φιλόσοφος, θεολόγος, επιστήμων και επίσκοπος του Lincoln. Ο A. C. Crombie τον αποκαλεί ως ‘τον πραγματικό θεμελιωτή της παράδοσης της επιστημονικής σκέψης στη μεσαιωνική Οξφόρδη και κατά κάποιο τρόπο της σύγχρονης Αγγλικής διανοητικής παράδοσης’.
Από το 1220 ως το 1235 έγραψε μια σειρά από επιστημονικές μελέτες μεταξύ των οποίων: De sphera. Ένα εισαγωγικό κείμενο στην αστρονομία. De luce. Περί της ‘μεταφυσικής του φωτός’ (που είναι το πλέον πρώιμο έργο κοσμογονίας στον Δυτικό κόσμο) De accessu et recessu maris. Περί των παλιρροιών και των κινήσεών τους (αυτό το έργο αμφισβητείται) De lineis, angulis et figuris. Μαθηματική συλλογιστική στις φυσικές επιστήμες. De iride, Περί του ουρανίου τόξου.
Ο Grosseteste έχει παίξει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου. Είναι αυτός που εισήγαγε στη Δύση την έννοια του ελεγχόμενου πειράματος το οποίο συνέδεσε με την αποδεικτική επιστήμη, ως ένα από τους πολλούς τρόπους επίτευξης της γνώσης. Αν και ο Grosseteste δεν ακολουθούσε πάντα τις δικές του οδηγίες κατά τις έρευνές του, το έργο του θεωρείται κρίσιμης σημασίας στην ιστορία της Δυτικής επιστημονικής παράδοσης.
Ο Grosseteste ήταν ο πρώτος από τους Σχολαστικούς που κατανόησε την Αριστοτελική οπτική του δυαδικού μονοπατιού της επιστημονικής συλλογιστικής: γενικεύοντας από ειδικές παρατηρήσεις σε ένα καθολικό νόμο και επιστρέφοντας ξανά από τους καθολικούς νόμους στην πρόβλεψη των ειδικών. Ο Grosseteste ονόμασε αυτή τη διπλή διαδικασία ‘resolution and composition’. Ο Grosseteste είπε περαιτέρω ότι και τα δυο μονοπάτια πρέπει να επιβεβαιώνονται ως προς τις ειδικές συνιστώσες τους μέσω πειραματισμού. Οι ιδέες αυτές εγκαθίδρυσαν μια παράδοση που φτάνει αργότερα στη Πάντοβα και τον Galileo Galilei κατά τον 17ο αιώνα.
Μια άλλη σημαντική του ιδέα είναι η υποτακτικότητα των επιστημών. Για παράδειγμα η οπτική είναι υποτακτική της γεωμετρίας, καθώς εξαρτάται απόλυτα από αυτήν. Έτσι ο Grosseteste συμπέρανε, ακολουθώντας την οπτική του Βοήθιου, ότι τα μαθηματικά είναι η υψηλότερη και η βάση όλων των επιστημών, εφόσον κάθε φυσική επιστήμη εξαρτάται τελικά από τα μαθηματικά. Υποστήριξε αυτή τη θέση παρατηρώντας το φως, για το οποίο πίστευε ότι ήταν η πρώτη μορφή όλων των πραγμάτων, η πηγή κάθε γέννησης και κίνησης (όπως περιγράφονται σήμερα από τη βιολογία και τη φυσική). Οπότε, εφόσον το φως μπορεί να αναχθεί σε γραμμές και σημεία, και έτσι να εξηγείται πλήρως μέσω του πεδίου των μαθηματικών, τα μαθηματικά αποτελούν την υψηλότερη τάξη των επιστημών.
Το έργο του Grosseteste συνεχίστηκε από τον Roger Bacon, ο οποίος μάλιστα τον μνημονεύει συχνά παραδεχόμενος ότι του χρωστά πολλά, αν και πιθανά δεν είχαν ποτέ συναντηθεί. Στο De Iride, ο Grosseteste γράφει:
«Αυτό το μέρος της οπτικής, όταν γίνει καλά κατανοητό, μας δείχνει πώς μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση σαν να βρίσκονται κοντά και τα μεγάλα κοντινά πράγματα να φαίνονται πολύ μικρά, και πώς μπορούμε να κάνουμε τα μικρά πράγματα που βρίσκονται σε μια απόσταση να φαίνονται σε ό,τι μέγεθος θέλουμε, έτσι ώστε να μας είναι δυνατό να διαβάσουμε τα μικρότατα γράμματα σε απίστευτες αποστάσεις ή να μετράμε την άμμο ή άλλο είδος μικροσκοπικών αντικειμένων».
Ο Grossesteste θεωρείται πλέον ότι είχε πετύχει μια πολύ σύγχρονη κατανόηση του χρώματος, αλλά και τα όποια λάθη στους υπολογισμούς του θεωρείται ότι βασίζονται πλέον σε αλλοιωμένα μεταγενέστερα αντίγραφα της μελέτης του για τη φύση των χρωμάτων, που γράφτηκε περί το 1225 (De Luce). Στο De Luce εξερευνά τη φύση της ύλης και του κόσμου. Τέσσερις αιώνες πριν τον Ισαάκ Νεύτωνα πρότεινε τη θεωρία της βαρύτητας και επτά αιώνες πριν τη θεωρία του Big Bang, ο Grosseteste περιέγραφε τη γέννηση του Σύμπαντος από μια έκρηξη με την κρυσταλλοποίηση της ύλης για τον σχηματισμό αστέρων και πλανητών σε ένα σύνολο ομόκεντρων κύκλων γύρω από τη Γη. Το De Luce είναι μια πρώτη απόπειρα για την ενιαία περιγραφή των ουρανών και της Γης μέσω ενός μόνο συστήματος φυσικών νόμων.
Οι σύγχρονες μελέτες των κειμένων των λογίων ερευνητών που έδρασαν πριν την Αναγέννηση δείχνουν ότι οι θεωρίες τους είναι πολύ πιο προχωρημένες από ότι θεωρούνταν.