Victor Cousin (28 November 1792 - 14 January 1867) was a French philosopher, the founder of eclecticism, a school of French philosophy that combined elements of German idealism and his Scottish Realism of the Common Mind .
There are 3 distinct points in Cousin's philosophy. These are the method , the results of his method, and the application of his method and results in history.
His method is observation, analysis and induction. The observational method he adopts is the method introduced by Descartes but then abandoned in his opinion, the one that was applied in full by Locke and Condillac and the one used more successfully by Thomas Reid and Kant
Ελληνική εκδοχή
Ο Victor Cousin (28 November 1792 – 14 January 1867) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, ο θεμελιωτής του εκλεκτικισμού (eclecticism), μιας σχολής Γαλλικής φιλοσοφίας που συνδύαζε στοιχεία του Γερμανικού ιδεαλισμού και του Σκωτικού Ρεαλισμού του Κοινού Νου.
Υπάρχουν 3 διακριτά σημεία στη φιλοσοφία του Cousin. Αυτά είναι η μέθοδος, τα αποτελέσματα της μεθόδου του και η εφαρμογή της μεθόδου και των αποτελεσμάτων της στην ιστορία.
Η μέθοδός του είναι η παρατήρηση, η ανάλυση και η επαγωγή. Η παρατηρησιακή μέθοδος που υιοθετεί είναι η μέθοδος που εισήγαγε ο Descartes αλλά στη συνέχεια κατά τη γνωμή του εγκατέλειψε, αυτή που εφάρμοσαν ατελώς οι Locke και Condillac και αυτή που χρησιμοποίησαν με μεγαλύτερη επιτυχία οι Thomas Reid και Kant. Η παρατηρησιακή μέθοδος εφαρμοζόμενη στη συνείδηση δίνει την επιστήμη της ψυχολογίας. Αυτή είναι η βάση, η μόνη κατάλληλη βάση για την οντολογία ή μεταφυσική, δηλαδή την επιστήμη του όντος καθώς και για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Ο Cousin θεωρεί ότι πρέπει να συνδυάζεται η λογική με τη συνείδηση (ψυχολογία). Δεν αρκεί το απόλυτο σύστημα λογικής κατασκευής εννοιών των Schelling και Hegel, το οποίο ο Cousin θεωρεί ότι απλά βασίζεται στην υπόθεση και την αφαίρεση αλλά ούτε και αυτό του Kant, και κατά μία έννοια του Sir W. Hamilton, που περιορίζονται κατά τη γνώμη του Cousin στην ψυχολογία και τη φαινομενολογική γνώση και οδηγούν στον σκεπτικισμό. Αυτό που ο Cousin βρίσκει στην ατομική συνείδηση το βρίσκει επίσης αυθόρμητα εκπεφρασμένο στον κοινό νου ή την παγκόσμια εμπειρία της ανθρωπότητας. Κατ’ αυτόν έργο της φιλοσοφίας είναι να κατατάσσει και να εξηγεί τις παγκόσμιες πεποιθήσεις και πίστεις. Επίσης ο κοινός νους δεν είναι κατ’ αυτόν φιλοσοφία ούτε καν εργαλείο της φιλοσοφίας, είναι απλά το υλικό πάνω στο οποίο δουλεύει η φιλοσοφική μέθοδος και αυτό με το οποίο πρέπει τελικά να εναρμονίζονται τα αποτελέσματα της μεθόδου.
Σύμφωνα με τον Cousin, υπάρχουν δυο κύριοι νόμοι της σκέψης, αυτός της αιτιότητας και αυτός της ουσίας. Στη φυσική τάξη η ουσία είναι πρώτη και η αιτιότητα δεύτερη. Στην τάξη απόκτησης της γνώσης η αιτιότητα προηγείται της ουσίας ή καλύτερα το καθένα δίνεται σε μας μέσα στο άλλο και είναι σύγχρονα στη συνείδηση.
Οι αρχές του λόγου, της αιτίας και της ουσίας μας δίνουν τη δυνατότητα να προχωρήσουμε πέραν των ορίων του σχετικού και του υποκειμενικού στην αντικειμενική και απόλυτη πραγματικότητα, με άλλα λόγια μας επιτρέπουν να περάσουμε από την ψυχολογία ή επιστήμη της γνώσης στην οντολογία ή επιστήμη του όντος. Αυτοί οι νόμοι είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι στη συνείδηση με τη θέληση και την αίσθηση, με την ελεύθερη δράση και την μοιραία πράξη ή εντύπωση και μας καθοδηγούν στην ανάδυση ενός προσωπικού όντος, ενός εγώ ή ελεύθερης αιτίας, καθώς και μιας απρόσωπης πραγματικότητας, ενός μη-εγώ (της φύσης, του κόσμου της δύναμης) που κείται έξω από μας και μας μεταβάλλει. Όπως συνδέω με τον εαυτό μου την πράξη της προσοχής και της θέλησης, ομοίως δεν μπορώ παρά να συνδέσω την αίσθηση με κάποια αιτία, κατ’ ανάγκη άλλη από τον εαυτό μου, δηλαδή με κάποια εξωτερική αιτία, της οποίας η ύπαρξη είναι τόσο βέβαιη για μένα όσο και η δική μου ύπαρξη. Έτσι προσεγγίζω έναν αντικειμενικό απρόσωπο κόσμο που αντιστοιχεί στην ποικιλία των αισθήσεών μου. Η σχέση αυτών των δυνάμεων ή αιτίων μεταξύ τους συνιστά την τάξη του σύμπαντος.
Αλλά αυτές οι δυο δυνάμεις, το εγώ και το μη-εγώ, είναι αμοιβαία περιορισμένα. Από την έννοια αυτού του περιορισμού, είναι αδύνατο να μη συλλάβουμε μια ανώτερη αιτία αυτών των δυο, απόλυτη και άπειρη, πρώτη και τελική αιτία όλων. Η αιτία αυτή είναι αυτάρκης και επαρκής για τον λόγο. Αυτή είναι ο θεός, συλλαμβανόμενος υπό την έννοια της αιτίας, που συνδέεται με την ανθρωπότητα και τον κόσμο. Είναι απόλυτη ουσία στο βαθμό που είναι απόλυτη αιτία. Η ουσία του έγκειται ακριβώς στη δημιουργική του δύναμη. Συνεπώς δημιουργεί και μάλιστα δημιουργεί αναγκαία.
Αυτή η θεοδικία του Cousin τον έκανε στόχο κατηγορίας ως πανθεϊστή. Αυτός όμως απεχθάνεται τη θέση του πανθεϊσμού και η απάντησή του στην κατηγορία αυτή θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Ο πανθεϊσμός είναι η θεοποίηση του νόμου των φαινομένων και βλέπει ένα σύμπαν-θεό. Ο Cousin όμως διακρίνει τις δυο πεπερασμένες αιτίες, τον >εαυτό και τον μη-εαυτό διαφορετικές μεταξύ τους αλλά και από την άπειρη αιτία. Δεν είναι απλές τροποποιήσεις (modifications) ή ιδιότητες (properties) της άπειρης αιτίας, όπως λέει ο Spinoza, είναι ελεύθερες δυνάμεις που έχουν την ισχύ ή την πηγή της δράσης τους εντός τους. Τις θεωρεί μάλιστα αποτελέσματα της ανώτερης αιτίας. Ο θεός του Cousin δεν είναι ούτε η θεότητα του πανθεϊσμού ούτε το απόλυτο ένα των Ελεατών, ένα δηλαδή ον, κατά τη γνώμη Cousin, αποχωρισμένο από κάθε δυνατότητα δημιουργίας ή πολλαπλότητας, μια απλή μεταφυσική αφαίρεση. Η θεότητα που υποστηρίζει ο Cousin είναι δημιουργική και μάλιστα αναγκαία δημιουργική. Η θεότητα του Spinoza και των Ελεατών είναι κατά τη γνώμη του μια απλή ουσία όχι αιτία κατά κανένα τρόπο. Όσον αφορά την αναγκαιότητα κάτω από την οποία η θεότητα υπάρχει, δρα ή δημιουργεί είναι η υψηλότερη μορφή ελευθερίας, είναι η ελευθερία της αυθορμησίας, δραστηριότητα χωρίς στοχασμό. Η δράση του δεν είναι αποτέλεσμα μιας διαμάχης μεταξύ πάθους και αρετής. Ο θεός είναι ελεύθερος με έναν απεριόριστο τρόπο, ενώ η καθαρή αυθορμησία στον άνθρωπο δεν είναι παρά η σκιά της ελευθερίας του θεού. Ο θεός δρα ελεύθερα αλλά όχι αυθαίρετα έχοντας τη συνείδηση της δυνατότητας να πράξει το αντίθετο. Δεν μπορεί να σκέπτεται ή να επιθυμεί όπως εμείς. Η αυθόρμητη δράση του αποκλείει άμεσα τις προσπάθειες και τις θλίψεις της επιθυμίας αλλά και τη μηχανική λειτουργία της αναγκαιότητας.
Η εξωτερική φύση κατά τον Cousin σε αντίθεση με την ανθρωπότητα εκφράζει αυθορμησία (spontaneity), ενώ η ανθρωπότητα στοχασμό(reflection). Στην ανθρώπινη ιστορία η Ανατολή αντιπροσωπεύει την αυθόρμητη φάση, ενώ ο Παγανιστικός και Χριστιανικός κόσμος αντιπροσωπεύουν φάσεις του στοχασμού. Η ανθρωπότητα στην εξέλιξή της έχει 3 βασικές στιγμές (moments). Στην πρώτη στιγμή, στην φάση της αυθορμησίας, όπου δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ο στοχασμός, και η τέχνη ήταν ατελής, η ανθρωπότητα σκεπτόταν μόνο το μεγαλείο γύρω της. Απορροφάται από το άπειρο. Είναι η στιγμή του απείρου. Στη δεύτερη στιγμή, τη φάση του στοχασμού, ο νους είναι αντικείμενο της ίδια του της σκέψης. Έτσι γνωρίζει τον εαυτό του ρητά ή στοχαστικά. Η ατομικότητα γίνεται το μόνο πραγματικό ή τουλάχιστον το ανώτερο πράγμα. Αυτή είναι η στιγμή του πεπερασμένου. Στη τρίτη στιγμή, έρχεται η εποχή όπου ο εαυτός ή το εγώ υπάγεται σε κάτι άλλο. Ο νους συνειδητοποιεί μια άλλη δύναμη στο σύμπαν. Το πεπερασμένο και το άπειρο συσχετίζονται πραγματικά ως αιτία και αποτέλεσμα. Αυτή είναι η τρίτη και υψηλότερη έκφρση της ανθρωπότητας, η σύνδεση του πεπερασμένου και του απείρου. Η Ανατολή τυποποιεί το άπειρο, η Ελλάδα το πεπερασμένο την περίοδο του στοχασμού και η σύγχρονη εποχή την φάση της σύνδεσης ή συσχέτισης του απείρου και του πεπερασμένου. Θεολογικά, η επικρατούσα φιλοσοφική ιδέα κάθε μιας από αυτές τις εποχές είναι ο πανθεϊσμός, ο πολυθεϊσμός και ο θεϊσμός. Πολιτικά υπάρχει η αντιστοίχιση με την μοναρχία, τη δημοκρατία και τo συνταγματικό πολίτευμα.
Ο εκλεκτικισμός (eclecticism) σημαίνει την εφαρμογή της ψυχολογικής μεθόδου στην ιστορία της φιλοσοφίας. «Αντιμετωπίζοντας τα διάφορα συστήματα, όπως ο αισθησιασμός (sensualism), ο ιδεαλισμός, ο σκεπτικισμός, ο μυστικισμός, σε συνδυασμό με τα γεγονότα της συνείδησης, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε σύστημα εκφράζει μια τάξη φαινομένων και ιδεών, που είναι πολύ πραγματική, αλλά η οποία δεν βρίσκεται μόνο στη συνείδηση και η οποία κατέχει σχεδόν ένα αποκλειστικό χώρο εντός του συστήματος. Συνεπώς κάθε σύστημα δεν είναι λανθασμένο αλλά απλά μη πλήρες και ότι μπορούμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη φιλοσοφία αν επανενώσουμε όλα τα μη πλήρη συστήματα». Έτσι τελειοποιημένη η φιλοσοφία δεν είναι μια απλή πρόσθεση συστημάτων, όπως συχνά θεωρείται, αλλά η ολοκλήρωση των αληθειών του κάθε συστήματος μετά την απόρριψη των σφαλμάτων και των ατελειών.
Ο Cousin αντιτίθετο στον Kant, επειδή κατά τον Cousin το απόλυτο ως βάση του όντος συλλαμβάνεται θετικά από τη διάνοια και καθιστά όλα τα άλλα κατανοητά, και δεν είναι, όπως θεωρεί ο Kant μια υποθετική ή κανονιστική ανάγκη. Επίσης θεωρεί την διανοητική διαίσθηση του Schelling μια απλή άρνηση της γνώσης. Επίσης το καθαρό όν του Hegel είναι μια απλή αφαίρεση, μια υπόθεση μη νόμιμα εισηγμένη, για την οποία δεν έχει πουθενά αναζητήσει για να την αιτιολογήσει. Το σημαντικό ζήτημα προς θεμελίωση είναι η δυνατότητα προσέγγισης του όντος καθεαυτού ή καθαρού όντος, αλλά στο Εγελιανό σύστημα αυτό προϋποτίθεται ως σημείο εκκίνησης. Εκτός τούτου, αντιρρήσεις μπορούν να τεθούν και ως προς την μέθοδο ανάπτυξης,καθώς όχι μόνο υποσκάπτει την αρχή της αντίφασης αλλά και προωθεί την άρνηση ωε το μέσον για την τελειοποίηση και ανάπτυξη του όλου σώματος της ανθρώπινης γνώσης και της πραγματικότητας. Η διανοητική διαίσθηση του Schelling, καθώς είναι πέραν της συνείδησης, καθώς και το καθαρό όν του Hegel, ως μια κενή αναιτιολόγητη αφαίρεση αυθαίρετα ανεπτυγμένη είναι εξίσου άχρηστα κατά τον Cousin ωε βάσεις της μεταφυσικής. Αυτό οδήγησε τον Cousin, παρά την διατήρηση ενασχόλησης με την ουσιαστική γνώση του όντος, να τη θεμελιώσει στην ψυχολογία.