Robert Boyle (25 Jan 1627 - 31 Dec 1691) was an Anglo-Irish natural philosopher, chemist, physicist and inventor. Boyle is regarded by many as the first modern chemist, a title which others attribute to the Muslim scholar Jabir ibn Hayyan . He is also recognized as one of the pioneers of the modern experimental scientific method. He is mainly known from Boyle's law, which describes the inverse proportional relationship of pressure and volume of a gas during a temperature constant. Among his works, the Sceptical Chymist is regarded as a book milestone in the field of chemistry. He was also a pious Englishman with prominent theological writings.
Boyle (1627-1691) is a turning point in the history of chemistry. For many years, historians of science have been regarded as the 'Newton' of chemistry, the pioneer of the scientific revolution and of mechanistic thinking in an industry that was hitherto marginalized, grounded and linked to quality concepts.
Ελληνική εκδοχή
Ο Robert Boyle (25 Ιαν. 1627 – 31 Δεκ. 1691) ήταν Αγγλο-ιρλανδός φυσικός φιλόσοφος, χημικός, φυσικός και εφευρέτης. Ο Boyle θεωρείται από πολλούς ως ο πρώτος σύγχρονος χημικός, ένας τίτλος που άλλοι τον αποδίδουν στον μουσουλμάνο λόγιο Jabir ibn Hayyan. Επίσης αναγνωρίζεται ως από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης πειραματικής επιστημονικής μεθόδου. Είναι κυρίως γνωστός από τον νόμο του Boyle, που περιγράφει την αντιστρόφως ανάλογη σχέση της πίεσης και του όγκου ενός αερίου με σταθερή τη θερμοκρασία. Μεταξύ των έργων του, ο Sceptical Chymist θεωρείται ως βιβλίο σταθμός στο πεδίο της χημείας. Επίσης ήταν ένθερμός ευσεβής Αγγλικανός με εξέχοντα θεολογικά γραπτά.
Ο Boyle αποτελεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία της χημείας. Για πολλά χρόνια θεωρείτο από τους ιστορικούς της επιστήμης ως ο ‘Νεύτων’ της χημείας, ως ο πρωτεργάτης δηλαδή της επιστημονικής επανάστασης και της μηχανοκρατικής σκέψης σε ένα κλάδο που μέχρι τότε βρισκόταν στο περιθώριο, θεμελιωμένος και συνδεδεμένος με ποιοτικές έννοιες.
Προτιμούσε την παρακελσιανική θεωρία των τριών αρχών από την αριστοτελική θεωρία των τεσσάρων στοιχείων. Θεωρούσε ότι οι Παρακελσιανοί είχαν σαφείς πειραματικές ενδείξεις για την απόρριψη της αριστοτελικής θεωρίας, αλλά δεν δικαιούντο να θεωρούν τη δική τους θεωρία σωστή μόνο με βάση το γεγονός ότι οι τρεις αρχές εξηγούσαν πράγματα που δεν εξηγούντο από την προηγούμενη θεωρία. Για να γίνει η επιχειρηματολογία τους έγκυρη, έπρεπε να αποδειχθεί (πράγμα που του φαινόταν αδύνατο) ότι δεν υπάρχουν άλλοι εναλλακτικοί τρόποι εξήγησης. Επίσης προτιμούσε τους Χελμοντιανούς περισσότερο από τους Παρακελσιανούς, αλλά και σε αυτούς καταλόγιζε την εσφαλμένη γενίκευση κάποιων συγκεκριμένων συμπερασμάτων τους.
Οι μεθοδολογικές πειραματικές πρακτικές που πρότεινε δεν ήταν ένα σύνολο αυστηρών συγκεκριμένων κανόνων. Ήταν μάλλον γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Η πειραματική του φιλοσοφία ήταν δηλαδή μια δυναμική διαδικασία μάθησης.
O Butterfield παρουσιάζει τον Boyle ως θιασώτη της σωματιδιακής θεωρίας (corpuscular theory). Ο Brock επισημαίνει ότι παρά την αποδοχή της μηχανιστικής σωματιδιακής θεωρίας του Boyle για τη φυσική εξήγηση της ύλης, στην χημική πρακτική δεν έπαιξε άμεσα κανένα ρόλο. Οι χημικοί, έχοντας ανάγκη την έννοια του στοιχείου, επέστρεφαν συχνά στο αριστοτελικό σύστημα ή εφεύρισκαν κάποια νέα παραλλαγή στοιχειωδών αρχών. Εκείνο όμως που έγινε πλέον ευρέως αποδεκτό είναι το γεγονός ότι κάποιες ουσίες μπορούσαν να περιέχουν μερικά μόνο από το σύνολο των στοιχείων. Αυτή η στάση έκανε τους χημικούς πιο πραγματιστές, με αποτέλεσμα, μη περιοριζόμενοι από τα παραδοσιακά δόγματα, να αυξήσουν τον αριθμό των στοιχείων αργά αλλά σταθερά μέσα στον 18ο αιώνα.
Ο Principe διατυπώνει επίσης την υπόθεση ύπαρξης μιας ‘αλχημικής κοινότητας’, μιας χαλαρής ομάδας εργαστηριακών και ειδικών που εργάζονταν κατά μεγάλο μέρος ανεξάρτητα, συνδεδεμένοι από κοινές αντιλήψεις, πρακτικές, σκοπούς και γλωσσικές συμβάσεις. Αντάλλασσαν μεταξύ τους τα αποτελέσματά τους σε πολύ καθαρότερη γλώσσα από τη γλώσσα με την οποία εκφράζονταν δημόσια. Ο ίδιος ο Boyle αναφέρεται σε αυτήν την κοινότητα ως ‘μια ομάδα σπαγυριστών πολύ υψηλότερης τάξης…ικανών να μεταστοιχειώσουν βασικά μέταλλα σε τέλεια’. Ένα παράδειγμα έκκλησης του Boyle για επικοινωνία έγινε στα πλαίσια της προσπάθειάς του να παρασκευάσει τη φιλοσοφική λίθο από υδράργυρο. Όπως αναφέρει ο ίδιος, είχε ήδη συμβουλευτεί πολλούς ‘αλχυμιστές’ πολυταξιδεμένους και γνώστες, υποτίθεται, των μυστικών των μεταλλικών μεταστοιχειώσεων. Στη συνέχεια μάλιστα, επιθυμώντας να αποφύγει την περιπλάνησή του σε σκοτεινά αλχημικά κείμενα, δημοσιεύει την έκκλησή του απευθύνοντάς την σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο, σε δίστηλη μορφή, στα αγγλικά και τα λατινικά.
Εκτός από τη θετική, αν και επιφυλακτική, στάση του απέναντι στον Van Helmont, η γενική εντύπωση που υπήρχε για τον Boyle ήταν ότι απέρριπτε τις αλχημικές ιδέες ως τελευταία δείγματα μιας σκοτεινής εποχής. Η εργασία όμως του William Newman: Boyle’s debt to corpuscular alchemy, δίνει μια ριζικά διαφορετική εικόνα για την επίδραση των αλχημικών ιδεών στη σκέψη του Boyle και μάλιστα δείχνει με ενάργεια την άμεση σχέση των ιδεών του Geber και της σωματιδιακής μηχανιστικής θεωρίας που πρέσβευε o Boyle.
Η χαρακτηριστικότερη εφαρμογή της σωματιδιακής θεωρίας αφορά στη επιβεβαίωση του δυνατού της μεταστοιχείωσης. Η ατομική θεωρία όχι μόνο δεν απέκλειε την ιδέα της μεταστοιχείωσης, αλλά αντίθετα, κατά την Bensaude, παραμέριζε το βασικό εμπόδιο που είχε αντιμετωπίσει ο Αβικέννας, αυτό των διαφορετικών αριστοτελικών μορφών των σωμάτων που φαινόταν ασυμβίβαστο με τη δυνατότητα της μεταστοιχείωσης. Η οπτική δηλαδή των σωμάτων ως διαφορετικών συσσωματωμάτων ‘ατόμων’ επέτρεπε τη μεταστοιχείωση ως αναδιάταξη των στοιχειωδών αυτών σωματίων. Από οτιδήποτε μπορούσε να γίνει σχεδόν οτιδήποτε. Η μηχανοκρατία είχε έτοιμη την εικόνα με την οποία μπορούσε να κατανοηθεί η αρχαία δοξασία της μεταστοιχείωσης. Δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Boyle παρήγαγε όλες τις σωματιδιακές ιδέες του κάτω από την έμπνευση και καθοδήγηση της Summa του Geber, αλλά ένα έργο με τόσο μαζική επίδραση σε όλα τα παραδοσιακά κείμενα της Δυτικής αλχημείας δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει, έστω έμμεσα , τον Boyle, πολλά κείμενα του οποίου προδίδουν σαφώς την επιρροή του.
Είναι γεγονός ότι οι περιφρονητικές αναφορές του Boyle στους Παρακελσιανούς (Σπαγυριστές), παρέσυρε τους μελετητές του στην άποψη της ολοκληρωτικής του εναντίωσης στις αλχημικές ιδέες. Αν όμως έκαναν τη διάκριση μεταξύ παρακελσιανικής και γκεμπεριανής αλχημείας θα μπορούσαν τότε να διαπιστώσουν το αλχημικό – αλλά μη παρακελσιανικό – υπόβαθρο του μεγαλύτερου μέρους της σωματιδιακής θεωρίας του.
Είναι γεγονός ότι ο Boyle αφιέρωσε τεράστιο χρόνο στη μελέτη και την ενασχόληση με την παραδοσιακή αλχημεία. Συνέχισε τις αλχημικές του μελέτες για σαράντα χρόνια και προς το τέλος της ζωής του εστιάστηκε στην πνευματική-μυστικιστική πλευρά της. Τα ενδιαφέροντά του εκτείνονταν από την εξαγωγή θείων και υδραργύρων από τα ορυκτά και τα μέταλλα μέχρι την παρασκευή της φιλοσοφικής λίθου, για την ύπαρξη και τις μεταστοιχειωτικές ικανότητες της οποίας ήταν βέβαιος. Ακόμη η αλχημεία πρόσφερε στον Boyle νέα πειραματικά φαινόμενα και περιστασιακά και θεωρητικές αρχές για την εξήγηση αυτών των φαινομένων.
Η πίστη του στην πραγματικότητα της αλχημικής μεταστοιχείωσης μέσω της προβολής της φιλοσοφικής λίθου φαίνεται καθαρά από το αδημοσίευτο έργο του Dialogue on the Transmutation of Metals, ένα κείμενο που απευθύνεται στην ‘πιο ευγενή εταιρεία’, ένα όνομα που θυμίζει την Royal Society ή ίσως τα προγενέστερα σχήματά της. Το κείμενο περιγράφει με συνθηματικά ονόματα τη διαμάχη μεταξύ μιας Λαπιδιστικής ομάδας (lapis είναι ένα όνομα της φιλοσοφικής λίθου) και μιας αντι-Λαπιδιστικής ομάδας. Η αντι-Λαπιδιστική ομάδα εκπροσωπείται από κάποιον Erastus ή Simplicius που υποστηρίζει ότι οι αλχημικές θεωρίες είναι σκοτεινές και αναπόδεικτες, και ότι η ιδέα της μεταστοιχείωσης μέσω προβολής δεν μπορεί να είναι αληθινή. Από την άλλη ο Ζώσιμος, εκπρόσωπος της Λαπιδιστικής ομάδας, δέχεται ότι οι αλχημικές θεωρίες είναι ανεπαρκείς αλλά η μεταστοιχείωση είναι πιθανή εφόσον υπάρχουν πολλές μαρτυρίες της. Μέσα σε μια συνεχή αντιπαράθεση επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων τη λύση δίνει ο Πυρόφιλος που παρουσιάζει την εμπειρία του με το λεγόμενο αντι-ελιξίριο, με το οποίο μετέτρεψε χρυσό σε ένα βασικό μέταλλο. Η υποστήριξη του Boyle προς τον Πυρόφιλο είναι φανερή, όπως και η αντίθεσή του προς τον αντι-Λαπιδιστή Erastus, τον οποίο στη συνέχεια αποκαλεί Σιμπλίκιο, για να τον δυσφημήσει, συνδέοντάς τον με τον αντίστοιχο Σιμπλίκιο του Γαλιλαϊκού διαλόγου.
Τοποθετώντας τα παραπάνω σε μια χρονολογική σειρά, προκύπτει από τα γραπτά του ότι η έντονη αλχημική του δραστηριότητα ξεκινά στην αρχή της δεκαετίας του 1650, οπότε έφτιαξε τον πρώτο του ενεργό υδράργυρο, παρασκεύασε το menstuum peracutum, ακολούθησε τις κρυπτικές οδηγίες του Βασίλειου Βαλεντίνου με σκοπό την κατασκευή της λίθου, και μελέτησε τα βασικά ιατροχημικά αλχημικά κείμενα του Van Helmont και του Παράκελσου. Αλληλογραφούσε με τον Αμερικανό αλχημιστή George Starkey και τον Clodius (γαμπρό του Hartlib). Η αλχημική του δράση χαλαρώνει προς το τέλος της δεκαετίας και είναι σχετικά μικρή κατά τη δεκαετία του 1660, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σχετικά γραπτά και αλληλογραφία κατ’ αυτήν την περίοδο. Κατά τη δεκαετία του 1670 η δράση του και πάλι εντείνεται, όπως φαίνεται από το έργο του Dialogue on Transmutation (1670), τη δημοσίευσή του για το αντι-ελιξίριο (1678), την έκφραση των αλχημικών συναισθημάτων του στο έργο Producibleness (1677) και την έναρξη εκτεταμένης αλληλογραφίας με ηπειρωτικούς αλχημιστές που συνέχισε και στη δεκαετία του 1680. Ογκώδεις εργαστηριακές καταγραφές κατά τη δεκαετία του 1680 πιστοποιούν το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του Boyle για την αλχημεία που κατέληξε με την πράξη ακύρωσης του διατάγματος κατά των παραγωγών χρυσού μέσω αλχημικού πολλαπλασιασμού το 1689.
Προς το τέλος της καριέρας του ο Boyle αρχίζει να βλέπει την αλχημεία και από μια άλλη σκοπιά. Φοβισμένος από τις υλιστικές ερμηνείες της μηχανιστικής φιλοσοφίας, ήθελε να προσφέρει και κάποιες ενδείξεις για την ύπαρξη και παρέμβαση του Θεού στον υλικό κόσμο. Χρησιμοποιώντας ο Hunter κάποιες σημειώσεις από μια συνέντευξη που έδωσε ο Boyle προς το τέλος της ζωής του στον Επίσκοπο Gilbert Burnet, έδειξε πολύ πειστικά τη σύνδεση που έκανε ανάμεσα στην αλχημεία και το πνευματικό πεδίο.
Έφτασε ο Boyle στο σημείο να θεωρεί ότι η γνώση του μυστικού της κατασκευής της φιλοσοφικής λίθου δινόταν μέσα από την επικοινωνία με καλά πνεύματα. Μια τέτοια στάση ξεπερνά σχεδόν όλους τους αλχημιστές, οι οποίοι, αν και τόνιζαν την άγια φύση της αλχημικής γνώσης, δεν θεωρούσαν όμως τα προϊόντα της τέχνης τους ως αποτελέσματα υπερφυσικών μαγικών δυνάμεων αλλά μάλλον φυσικών διαδικασιών. Υπήρχε βέβαια και μια μικρή κίνηση στην Αγγλία του 17ου αιώνα που ενέπλεκε περισσότερο την αλχημεία με το υπερφυσικό. Η επιδίωξη του Boyle ήταν να δείξει μέσω της επίκλησης και παρουσίας πνευμάτων και αγγέλων, το δυνατό της επίδρασης του πνεύματος πάνω στην ύλη, του ασώματου πάνω στο σωματικό, μέσω των οποίων πίστευε ότι καταρρίπτονταν οι αθεϊστικές θέσεις τύπου Hobbs που μπορούσαν να συναρτηθούν με τη μηχανιστική φιλοσοφία .
Είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά μιας τόσο πολυσχιδούς προσωπικότητας, όπως ο Boyle. Κύριος εκτελεστής του βακωνιανού προγράμματος των ‘φυσικών ιστοριών’, δεν παρέλειπε να τονίζει από την άλλη τη σημασία της θεωρητικής και φιλοσοφικής προσέγγισης, ως του μόνου τρόπου για αναβίβαση της λαϊκής πρακτικής χημείας σε ένα σεβαστό κλάδο της φυσικής φιλοσοφίας. Σκεπτικιστής απέναντι στις κυριαρχούσες αλλά ακόμη και στις προτεινόμενες από αυτόν θεωρίες, επεσήμαινε από την άλλη την αξία των θεωρητικών διατυπώσεων, χωρίς τις οποίες η χημεία θα ήταν ένα άτακτο συνονθύλευμα πρακτικών συνταγών. Βασικό κριτήριο για την προσωρινή έστω αποδοχή μιας θεωρίας είναι ο εύλογος χαρακτήρας της και η διαρκής εμπειρική της επιβεβαίωση και όχι μια μαθηματικο-λογική παραγωγή από αυθαίρετες υποθέσεις. Κριτικός απέναντι στις ορολογικά χαλαρές και μη εμπειρικά επιβεβαιωμένες κυρίαρχες αλχημικές θεωρήσεις, δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει στην αλχημική μεταστοιχείωση και τη δυνατότητα παραγωγής της φιλοσοφικής λίθου. Θιασώτης της ελεύθερης επικοινωνίας συμβιβαζόταν από την άλλη να χρησιμοποιεί τις πρακτικές της απόκρυψης μέσα στη δίψα του να πάρει κάποιες πληροφορίες που ήταν αναγκαίες για την προώθηση των ερευνών του.
Ήταν τελικά ένα ‘τέκνο της αλχημείας’, που από τη μια πίστευε στο παραδοσιακό μέρος της και το εκτελούσε κρυφά και από την άλλη προσπαθούσε να εντάξει τον τεράστιο όγκο των διαδικασιών και των δεδομένων της σε νέες θεωρητικές βάσεις, συντονισμένες με το μηχανιστικό πνεύμα της εποχής του. Η μηχανιστική φιλοσοφία μπορούσε με τις ελάχιστες δυνατές υποθέσεις να ερμηνεύσει όσα οι προηγούμενοι εξηγούσαν επικαλούμενοι ασαφείς μη παρατηρήσιμες ποιότητες. Και στο τέλος της ζωής του, φοβούμενος τις επιπτώσεις της υλικής αυτάρκειας της μηχανιστικής θεώρησης, άρχισε πλέον να στρέφεται και στις καθαρά μυστικιστικές και πνευματικές διαστάσεις της αλχημείας. Αν ο Lavoisier αποτελεί τον τελικό κρίκο της μετάβασης στη σύγχρονη ποσοτική χημεία, ο Boyle δείχνει με τη σκεπτικιστική στάση του μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις, η οποία σε συνδυασμό με την ασυμβίβαστη στάση του Παράκελσου άνοιξε ένα νέο δρόμο προς την ελεύθερη και αδογμάτιστη αναζήτηση.