Joseph Priestley (24 March [OS 13 March] 1733 - 6 February 1804) was an 18th century English separatist (the separatists or dissenters were theologians who left the official Church of England creating their own churches), a natural philosopher, a chemist, an educational and libertarian political scientist who has published more than 150 works.
He is historically credited with the discovery of oxygen gas, isolating it in the gaseous state, along with Swedish Carl Wilhelm Scheele, before Antoine Lavoisier, who was however the first to formulate the correct theoretical framework. All three, however, claim the priority of the discovery.
His scientific reputation was mainly based on the invention of carbonated water, his writings on electricity and the discovery of many 'airs' ie gases, most importantly the oxygen, which he called dephlogisticated air. But his persistence in defending the old phlogiston theory and rejecting Lavoisier's new ideas that eventually led to the chemical revolution left him outside of the main scientific community.
Priestley's science was entirely dependent on his theology, as he consistently sought to blend Enlightenment rationality with Christian theism. In his metaphysical texts, Priestley sought to combine theism, materialism, and determinism, a project that he called "bold and original". He believed that a proper reading of the natural world would promote human progress and ultimately bring about the bliss of the "Christian millennium".
Ελληνική εκδοχή
Ο Joseph Priestley (24 March [O.S. 13 March] 1733 – 6 February 1804) ήταν ένας Άγγλος Διαχωρισμένος (separatist) θεολόγος του 18ου αιώνα (separatists ή dissenters ήταν οι θεολόγοι που άφηναν την επίσημη εκκλησία της Αγγλία δημιουργώντας δικά τους εκκλησιάσματα), φυσικός φιλόσοφος, χημικός, εκπαιδευτικός και ελευθεριακός πολιτικός επιστήμονας, που εξέδωσε πάνω από 150 έργα. Ιστορικά πιστώνεται με την ανακάλυψη του αερίου οξυγόνου, απομονώνοντάς το στην αέρια κατάσταση, μαζί με τον Σουηδό Carl Wilhelm Scheele, πριν από τον Antoine Lavoisier, ο οποίος όμως ήταν ο πρώτος που διατύπωσε το σωστό θεωρητικό πλαίσιο. Και οι 3 πάντως διεκδικούν την προτεραιότητα της ανακάλυψης.
Η επιστημονική του φήμη βασίστηκε κυρίως στην εφεύρεση του αεριούχου νερού, στα γραπτά του πάνω στον ηλεκτρισμό και την ανακάλυψη πολλών ‘αέρων’ (airs) δηλ. αερίων (gases), με σημαντικότερο το οξυγόνο που αποκαλούσε ‘αποφλογιστικοποιημένο αέρα’ (dephlogisticated air). Η επιμονή του όμως να υπερασπιστεί την παλαιά θεωρία του φλογιστού (phlogiston theory) και να απορρίψει τις νέες ιδέες του Lavoisier που επέφεραν τελικά την χημική επανάσταση τον απομόνωσαν από την επιστημονική κοινότητα.
Η επιστήμη του Priestley ήταν απόλυτα συναρτημένη με τη θεολογία του, καθώς προσπαθούσε με συνέπεια να μίξει τον ορθολογισμό του Διαφωτισμού με τον Χριστιανικό θεϊσμό. Στα μεταφυσικά του κείμενα ο Priestley επεχείρησε να συνδυάσει τον θεϊσμό, τον υλισμό και τον ντετερμινισμό, ένα project που το απεκάλεσαν "τολμηρό και πρωτότυπο ". Πίστευε ότι μια κατάλληλη ανάγνωση του φυσικού κόσμου θα προωθούσε την ανθρώπινη πρόοδο και τελικά θα επέφερε την ευδαιμονία της ‘χριστιανικής χιλιετίας’ (Christian millennium). Ο Priestley, που πίστευε βαθιά στην ελεύθερη και ανοικτή διακίνηση ιδεών, υπερασπίστηκε την ανοχή και τα ίσα δικαιώματα για τους θρησκευτικά Διαχωρισμένους (Dissenters), και επίσης τον οδήγησε να βοηθήσει την ίδρυση του Μοναδισμού (Unitarianism) δηλ. του Αντιτριαδισμού (Antitrinitarianism) στην Αγγλία. Η αμφιλεγόμενη φύση των δημοσιεύσεων του Priestley, σε συνδυασμό με τη φανερή υποστήριξή του στη Γαλλική Επανάσταση, ήγειρε δημόσια και κυβερνητική υποψία. Τελικά υποχρεώθηκε να δραπετεύσει το 1791, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Pennsylvania, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Κάνοντας πειράματα με φορτισμένες σφαίρες, ο Priestley ήταν από τους πρώτους που πρότειναν ότι η ηλεκτρική δύναμη ακολουθεί τον νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου, παρόμοια με τον νόμο του Νεύτωνα της παγκόσμιας έλξης. Τελικά όμως ανακοινώθηκε για πρώτη φορά επίσημα από τον Γάλλο φυσικό Charles-Augustin de Coulomb τη δεκαετία του 1780.
Περί το 1749, ο Priestley έπεσε βαριά άρρωστος και πίστεψε ότι πέθαινε. Η συναισθηματική ένταση που πέρασε τον έβαλε σε αμφιβολίες σχετικά με την θρησκευτική Καλβινιστική θεώρηση με την οποία είχε ανατραφεί και τον έκανε να απορρίψει τη θεωρία του απόλυτου προορισμού και της επιλογής της ανθρώπινης μοίρας μόνο από τον θεό και να αποδεχθεί την παγκόσμια σωτηρία. Μετά από αυτό σπούδασε σε μια Ακαδημία Διαχωρισμένων (Dissenting academy). Επίσης θεωρούσε ότι το βιβλίο που τον επηρέασε ριζικά, πέραν της Βίβλου, ήταν το έργο του David Hartley: Observations on Man (1749). Η ψυχολογική, φιλοσοφική και θεολογική πραγματεία του Hartley βασιζόταν σε μια υλιστική θεωρία του νου. Ο Hartley σκόπευε να φτιάξει μια Χριστιανική φιλοσοφία, όπου τα θρησκευτικά και ηθικά ‘γεγονότα’ μπορούν να αποδειχθούν επιστημονικά, ένας στόχος που κυρίευσε τον Priestley για όλη του τη ζωή.
Ο Priestley υποστήριζε με θέρμη ότι η δυαδικότητα νου-σώματος είναι πλαστή και πρότεινε μια υλιστική φιλοσοφία του κόσμου, δηλ. ότι το στοιχείο από το οποίο είναι φτιαγμένο όλο το σύμπαν είναι η ύλη, την οποία μπορούμε να αντιληφθούμε. Επίσης θεωρούσε ότι οποιαδήποτε συζήτηση περί της ψυχής είναι αδύνατη, καθώς αυτή είναι φτιαγμένη από μια θεία ουσία και ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί το θείο.
Ανταποκρινόμενος στο έργο του Baron d'Holbach ‘Système de la Nature’ (1770) και στο έργο του David Hume ‘Dialogues Concerning Natural Religion (1779)’, όπως επίσης και στα έργα των Γάλλων φιλοσόφων, ο Priestley υποστήριζε ότι ο υλισμός και ο ντετερμινισμός μπορούν να συμφιλιωθούν με την πίστη στον θεό. Υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ελεύθερη βούληση, ο Priestley υποστήριζε ότι η λεγόμενη ‘φιλοσοφική αναγκαιότητα’ είναι συνεπής με τον Χριστιανισμό. Όπως και η υπόλοιπη φύση, ο νους του ανθρώπου υπόκειται στους νόμους της αιτιότητας, υποστήριζε ο Priestley, αλλά λόγω της φύσης αγαθότητας του θεού που δημιούργησε αυτούς τους νόμους, ο κόσμος και οι άνθρωποι μέσα του τελικά θα τελειοποιηθούν. Το κακό κατ’ αυτόν δεν είναι παρά μια ατελής κατανόηση του κοσμου.
Ο Scheele ήδη το 1772 είχε ανακαλύψει έναν 'αέρα’ νέου τύπου που τον ονόμασε 'πύρινο αέρα'. Ο πύρινος αέρας ενωνόταν, όπως είδε στο εργαστήριό του, με μέταλλα, σαν τον σίδηρο, απορροφούσε από το μέταλλο το φλογιστόν του και μετά εξαφανιζόταν με τη μορφή θερμότητας. Είχε δηλαδή απομονώσει και ανακαλύψει το οξυγόνο, απλά το είχε ονομάσει πύρινο αέρα, και συνέχιζε να περιλαμβάνει στη θεωρία του το φλογιστόν, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ανάγκη για κάτι τέτοιο. Έστειλε τα συμπεράσματά του στον εκδότη του το 1775 αλλά αυτός τα εξέδωσε τελικά το 1777, και έτσι τον πρόλαβαν οι άλλοι δύο.
Και έρχεται ο Priestley. Πήρε την 1/8/1774 ένα σωλήνα, έβαλε μέσα τέφρα (οξείδιο) υδραργύρου και την θέρμανε ρίχνοντας πάνω της ηλιακές ακτίνες μέσω ενός μεγάλου συγκλίνοντος φακού. Είδε τότε την τέφρα να μετατρέπεται σε υδράργυρο και περιέργως προέκυψε μια σημαντική ποσότητα ενός πολύ παράξενου 'αέρα'. Όταν προωθούσε αυτόν τον αέρα σε ένα κλειστό δοχείο, εκεί ενισχυόταν σε τρομερό βαθμό κάθε καύση (όλα καίγονταν με λαμπρή φλόγα), και επίσης πρόσεξε ότι βελτίωνε με την εισπνοή του τη φυσική κατάσταση των ζώντων οργανισμών, πειραματιζόμενος τόσο με τον εαυτό του όσο και με ποντίκια.
Με λίγα λόγια ο Priestley είχε ανακαλύψει και απομονώσει το οξυγόνο και είχε μάλιστα βρει και τις κυριότερες ιδιότητές του. Το είχε όμως ονομάσει 'αποφλογιστικοποιημένο αέρα' (dephlogisticated air), επιμένοντας στο πλαίσιο της θεωρίας του φλογιστού, και περιγράφοντας το νέο αέριο που βρήκε σαν μια ουσία που στερείται εντελώς φλογιστού και έτσι ευνοεί την καύση, μια διαδικασία, που, όπως είδαμε κατά τους φλογιστινιανούς, παράγει φλογιστόν.
Ενθουσιασμένος με την ανακάλυψή του ο Priestley στέλνει επιστολή στον Lavoisier την 30/9/1774, όπου εκθέτει τα ευρήματά του. Ο Lavoisier αργότερα υποστήριξε ότι ποτέ δεν έλαβε την επιστολή αυτή, ίσως για να μη θεωρηθεί ότι η ανακάλυψη του οξυγόνου είχε ήδη γίνει ολοκληρωτικά από κάποιον άλλον.
Έτσι ο Lavoisier στη συνέχεια, το 1778, εκδίδει ένα βιβλίο, όπου μιλά εκτενώς για το νέο αέριο και του δίνει και την ονομασία, με την οποία τελικά καθιερώνεται. Εξηγεί μάλιστα και για ποιο λόγο αυξάνεται το βάρος του μετάλλου κατά την καύση (επειδή ενώνεται με το οξυγόνο), χωρίς την παρεμβολή του άχρηστου πλέον στοιχείου, του φλογιστού: "Το στοιχείο που ενώνεται με τα μέταλλα κατά την καύση, το οποίο αυξάνει το βάρος τους και αποτελεί ένα μέρος της σχηματιζόμενης τέφρας δεν είναι άλλο από το υγιεινότερο και καθαρότερο μέρος του αέρα, το οποίο μετά την ένωσή το με το μέταλλο, μπορεί στη συνέχεια να απελευθερωθεί και πάλι. Είναι περισσότερο αναπνεύσιμο από τον κοινό αέρα και υποστηρίζει περισσότερο την ανάφλεξη και την καύση". Το ονόμασε oxygen (οξυγόνο), δηλαδή παραγωγό οξύτητας, θεωρώντας το ως βασικό συστατικό των οξέων, ένα τραγικό λάθος, καθώς το βασικό συστατικό των οξέων είναι το υδρογόνο. Το όνομα όμως αυτό καθιερώθηκε, δείχνοντας ότι συχνά τα ονόματα δεν αντικατοπτρίζουν τη φύση των πραγμάτων, όπως υποστήριζε ο Πλάτωνας στον Κρατύλο, αλλά αντιθέτως μια ψευδή δοξασία.
Ο Lavoisier ήταν ο μεγάλος νικητής και θεμελιωτής της σύγχρονης Χημείας όχι γιατί ανακάλυψε το επίμαχο αυτό αέριο, αλλά γιατί ήταν δυνατός θεωρητικός της επιστήμης, και έτσι χρησιμοποίησε την ανακάλυψη αυτή για να αποδείξει την αδυναμία της προηγούμενης κυρίαρχης θεωρίας.
Για κακή του τύχη όμως αντί να πεθάνει ένδοξα, αποκεφαλίστηκε κατά την περίοδο της τρομοκρατίας της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ αντίθετα ο Priestley πέθανε ήρεμος σε μεγάλη ηλικία, μέσα στη χαρά των πειραμάτων του και την παρηγορητική για την ψυχή του πίστη του στο θεό.